Λοιπόν, στην προηγούμενη ανάρτηση με είχες αφήσει αναγνώστα κούτσαυλη να περνάω τον 24ωρο εγκλεισμό μου μέσα στο γραφείο. Τα καλά νέα είναι ότι περπατάω ξανά. Σαν τον κάβουρα βέβαια, γιατί το δεξί έχει επιγονατίδα με λάμες, αλλά περπατάω. Και οδηγώ κιόλας. Μη ρωτήσεις πώς, γίνεται. Στο μπες βγες μόνο έχω θέμα. Αυτό που δε σου είπα όμως, και ξέρω ότι καίγεσαι να μάθεις, είναι το πώς κουτσάθηκα. Γιατί ο κόσμος ο σωστός ο νορμάλ, ο γύρω μας εν πάσει περιπτώσει, πάει, σαβουρντιάζεται κάπου, κουτσαίνεται προσωρινά. Όχι εγώ όμως…
Όλα άρχισαν μια ηλιόλουστη Πέμπτη, 3 του Νοέμβρη, που επρόκειτο να ανέβω στην Αθήνα. Δεδομένου ότι σύντομα θα επιστρέψω μόνιμα στο κλεινόν άστυ, που απαρνήθηκα προ πενταετίας για ντεμέκ καλύτερη ποιότητα ζωής (όρσε, μαλάκω!) και κολοκύθια τούμπανα, την επισκέπτομαι από καιρού εις καιρόν για δουλειές, και πλέον και για να βρω σπίτι. Ναι, ναι, πάλι ψάχνω, πάλι θα γκρινιάζω, και αν γκρίνιαζα πριν 8 χρόνια για τα 500€ που μου ζητούσαν νοίκι, τώρα, και με χαμηλότερο εισόδημα, να δεις τί έχεις να ακούσεις για τα 800άρια που έχουν το θράσος να ζητάνε για τα ημιυπόγεια.
Ξυπνάω σαν άνθρωπος το πρωί της Πέμπτης στις μαγευτικές Κυκλάδες, ρουφάω τον πρώτο καφέ σαν σαύρα όσο βάφομαι, ντύνομαι, φορτώνω τη βαλίτσα του παπιού με το σάκο που θα έπαιρνα μαζί μου Αθήνα, βάζω τη μπότα τη μπλε την ψηλοτάκουνη και βγαίνω για το μεροκάματο. Κι εκεί γαμιέται ο Δίας πάλι… αφού δεν είχα τίποτα προγραμματισμένο και κενή ατζέντα, κάνω τη μαλακία και σκέφτομαι “άντε μωρέ, ας περάσω από το ληξιαρχείο να τελειώσω και με εκείνο το διαζυγιάκι που με ταλαιπωρεί γιατί ο γάμος ετελέσθη στα εξωτερικά, ήτοι στη Θεσσαλονίκη, να μην έχω και τον αντίδικο που βιάζεται πάνω από το κεφάλι μου να μου κάνει τις ωοθήκες Ζέπελιν”. Και πάω. Και παίρνω και το δικηγόρο του μαζί για μάρτυρα. Τί το ήθελα Παναγία μου; 9.30 το πρωί έφτασα, μέχρι τις 11.30 μάλωνα με την καριόλα τη γκόμενα μέσα, γιατί δεν είχε πιεί ακόμα καφέ. Βρε να της κατεβάζω νόμους, να μου βγάζει αυτή εγκύκλιο… Βρε να της εξηγώ ότι ο νόμος είναι πιο ισχυρός γαμώ το κέρατό μου, να με κοιτάει αυτή σαν την καλή μας τη γελάδα που βόσκει χόρτα στη λιακάδα... Βρε να της κατεβάζω καντήλια Σερραϊκά, να μου λέει τί γλώσσα μιλάτε μαντάμ, το αλλοδαπών είναι 3 πόρτες παρακάτω… Με τούτα και μ’ εκείνα, τη τζίφρα της δε την έβαλε η καριόλα, και θα πρέπει να ξανατρέχω στη Σαλονίκη τώρα. Ηώς- καριόλα 0-1, μας πήρε και τα σώβρακα και τα κανε φανέλα. Στο καπάκι εκεί στις εντεκάμισι, δώδεκα παρά είκοσι, τσααακ, χτυπάει τηλέφωνο ο αντίδικος ο κοντοστούπης που για πάρτη του γινότανε αυτή η φασαρία.
-Ηώ, πού σε βρίσκω;
- Έλα Κοντοστούπη, δεν έχω καλά νέα, πρέπει να ανέβω Σαλονίκη για να μας τελειώσω, εδώ δε μου παίρνουν τα χαρτιά στο ληξιαρχείο
-Ηώ, δε θα τα πάμε καλά, εντάξει; Εγώ το άφησα πάνω σου, σου έδειξα εμπιστοσύνη, ούτε ασχολήθηκα καθόλου να σε ελέγξω, κι έχει περάσει ένας μήνας, έχω έρθει ΔΥΟ φορές και υπέγραψα, κι ακόμη με έχεις παντρεμένο;
Και μου κλείνει το τηλέφωνο στη μούρη… What the fucking fuck;;;; Ποιός είσαι ρε μαλάκα κοντοστούπη που θα μου κλείσεις το τηλέφωνο στη μούρη;;; Τώρα θα σε γαμήσω, και θα μείνεις και παντρεμένος μέχρι να κάνεις παιδί με την επόμενη! Κάνω κωλιά στο παπί σαν 15χρονος κάγκουρας που τον παράτησε η γκόμενα με το πουλί στο χέρι, στρίβω 180 μοίρες, μπαίνω παράνομα στον μαρμαροπλακόστρωτο γαμωπεζόδρομο που γλιστράει, και παρκάρω κάτω από το γραφείο του κοντοστούπη. Πριν προλάβω να βγάλω το κράνος κατεβαίνει ο ταραμάς με το κινητό στο αυτί και βήμα βιαστικό. Κοιτάω, εμένα έπαιρνε. Και σκάω μύτη μπροστά του σαν κίντερ έκπληξη. Τον ξεχέζω πατόκορφα, του πετάω στη μούρη και το φάκελο να πάει αυτός στη Σαλονίκη να δούμε τα χαΐρια του, του γυρίζω και την πλάτη και πάω γραφείο. Εκεί, άλλα χαΐρια. Η μικρή που την εκπαιδεύουμε 3 μήνες τώρα υποτίθεται για να μπαίνει στο σύστημα πελάτη να κάνει δουλίτσα, τα έκανε σκατά. Μπλόκαρε τα πάντα όλα, γιατί, λέει, ήταν αποσυντονισμένη και είχε άγχος γιατί δε βγήκαν ακόμη οι εξετάσεις της κόρης της που της είχαν πει θα βγουν το πρωί, κι έβαλε 17 φορές λάθος κωδικούς. Στ’ αρχίδια μας μαντάμ, κι εμείς έχουμε ζωή όξω από δω, αλλά όταν μπαίνουμε δουλεύουμε, δεν πετάμε αετό. Αλλά βλέπεις, είσαι ανιψούλα μεγαλοπελάτη και δε με παίρνει ακόμη να σε στείλω στον ΟΑΕΔ, πού θα μου πας όμως, θα σε κανονίσω κι εσένα. Μέχρι να βρω τον τεχνικό, να συνεννοηθούμε για να κάνει reset στους κωδικούς, να τους ξαναπεράσω, να κάνω και όσα βλέπει η πεθερά για να μην έχουμε και άλλες γκρίνιες, τσααακ, δύο και μισή το μεσημέρι! Φτου να σου γαμήσω, τρέχα, ακόμη δεν πήρα εισιτήρια. Πάω, παίρνω τα εισιτήρια, το δικό μου και του παπιού, σταματάω και σε ένα σούπερ μάρκετ, παίρνω και μια τεκίλα για την έμπνευση, τη χώνω στην τσάντα μου γιατί ο χαρτοφύλακας ξεχείλιζε, φτάνω στο λιμάνι και βλέπω ότι έχω ακόμη 45 πολύτιμα ολόκληρα λεπτά. Τί σημαίνει αυτό αναγνώστα μου;; Σωστά, σημαίνει φρέντο καπουτσίνο σκέτο σοκολάτα στο δεξί χεράκι και τσιγάρο στο αριστερό. Marlboro κόκκινο και βαρύ. Αχχχ, αυτά είναι! Και πάνω που τραβάω την τρίτη τζούρα μέσα στην ευδαιμονία, σαν τζάνκι που έμεινε 3 μήνες χαρμάνι, παίρνει τηλέφωνο η άλλη κοπέλα του γραφείου, η καλή, που συμπαθάμε, που είναι ίδιο νούμερο μ’ εμένα.
-Ρε Ηώ, να σε ρωτήσω, εσύ αύριο δεν έκλεισες ραντεβού με τον οφθαλμίατρο στην Αθήνα;
- Ναι ρε νούμερο, το απόγευμα, γιατί;
-Γιατί ρε Ηώ ξέχασες εδώ την ατζέντα σου, και είδα ότι το έχεις σημειώσει για την άλλη Παρασκευή, 11 του μήνα, δε το επιβεβαιώνεις μην τρέχεις τσάμπα;
-Ω να σου… και τώρα το λες ρε μαλάκα, τόσες ώρες τί κάνεις;
-Ε, τώρα το θυμήθηκα και κοίταξα. Σου φέρνει την ατζέντα η ανιψούλα. Άντε, καλό ταξίδι
Και με κλείνει. Και μένω μαλάκας. Βγάζω την τεκίλα, τραβάω 2 τζούρες. Δε βοήθησαν. Ο καφές βοηθούσε καλύτερα. Και το τσιγάρο. Ήρθε και η ανιψούλα, μου ήρθε και μια ξινίλα μαζί με την ατζέντα. Τεσπα, κακήν κακώς επιβιβάζομαι στο πλοίο...
Του μπι κοντίνιουντ………..
Υ.Γ.1 Πρέπει να κόψω τις μαλακίες και να κάνω τις δουλειές μου στην ώρα τους. Δηλαδή την τελευταία δυνατή ώρα.
Υ.Γ.2 Πρέπει να κόψω το κινητό. Να το βάψω μπλε και να το πετάξω στη θάλασσα.